- σεμνότιμος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που τιμάται με σεβασμό («ἐμπρέπων σεμνότιμος ἀνάκτωρ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό-τιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνότιμος — σεμνότῑμος , σεμνότιμος reverenced with awe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek